Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διάγω βίον

См. также в других словарях:

  • εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …   Dictionary of Greek

  • ολβονομώ — ὀλβονομῶ, έω (Α) φρ. «ὀλβονομῶ βίον» διάγω ευτυχισμένο βίο, ευδαιμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + νομῶ (< νόμος < νέμω), πρβλ. καιρο νομώ] …   Dictionary of Greek

  • παροδεύω — Α [οδεύω] 1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.) 2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.) 3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»